Ένας ύμνος στο κακό γούστο

Ένας ύμνος στα προϊόντα του υλικού πολιτισμού που θεωρούνται «φύσει κακόγουστα», σε όσα χωρούν κάτω από την ομπρέλα του kitsch αλλά δεν θα έμπαιναν ποτέ σε «καθωσπρέπει σπίτια»

7' 44" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Θα το ξεκινήσω επί προσωπικού. Με έλκει ό,τι βγαίνει εκτός αισθητικής νόρμας – στις καλές τέχνες που ενίοτε γίνονται κακές, την ποίηση, τη μουσική, τη ζωή, το μακιγιάζ, το ντύσιμο, την αρχιτεκτονική και το ντιζάιν, το σινεμά, μεταξύ άλλων. Όταν λέω «εκτός νόρμας», δεν εννοώ αυτό που οι κοινωνοί-μέτοχοι κάθε πεδίου το τοποθετούν σε ένα, τάχα μου, υψηλότερο επίπεδο, αλλά στο ακριβώς αντίθετό του. Σε εκείνο που δεν είναι ή δεν θεωρείται «αισθητικά κυρίαρχο ή αποδεκτό», ακόμη κι αν υπάρχει παντού. Όπως οι περίφημες ιαπωνικές –λανθασμένα γνωστές ως κινεζικες– γάτες Μανέκι Νέκο που κουνάνε το ποδαράκι τους για χαιρετισμό, τις οποίες πολλοί θεωρούν κακόγουστες λόγω της, συνήθως, φτηνής κατασκευής και πολλαπλής αναπαραγωγής τους. Και αυτό παρότι έχουν βρει τη θέση τους σε arthouse φιλμ όπως ο Αστακός του Γιώργου Λάνθιμου. Μου αρέσει ό,τι θεωρείται άσχημο, κακοφτιαγμένο, επιφανειακό, ελαφρύ και λάιτ, φτηνιάρικο, μαζικά παραγόμενο, «σούπα», πολυφορεμένο, μπανάλ, κλισέ, ευτελές, trash, νεοπλουτέ, βλαχομπαρόκ, μικροαστικό, επαρχιώτικο, γκροτέσκο, φαντεζί, εξεζητημένο, υπερφορτωμένο, εξωφρενικό, νοσηρό, camp, εξαντρίκ, creepy, άβολο, περίεργο, παράδοξο, «βήτα», σπάνιο αλλά όχι πολύτιμο, περιθωριακό, ντεμοντέ, σουρεάλ.

Ένας ύμνος στο κακό γούστο-1
Εξωτερική άποψη του ξενοδοχείου και καζίνου New York New York, στο Λας Βέγκας. (Φωτογραφία: Alina Nechaeva)

Υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι που αντλούν απόλαυση από αισθητηριακά προσλαμβάνουσες εμπειρίες που σνομπάρονται ως «δεύτερες»: Από ένα χριστουγεννιάτικο στολίδι που απεικονίζει την Ντιβάιν του Pink Flamingos σε χαρακτηριστική πόζα, από το «πνιγμένο» στις μπαρόκ διακοσμητικές επιλογές και τα λεοπάρ υφάσματα νεοϋορκέζικο σπίτι όπου κάποτε έμενε η Ιβάνα Τραμπ, από τα ατσάλινα, γυαλιστερά «σκυλάκια» του Τζεφ Κουνς. Η σύγκρουση με αυτά τα «πολιτισμικά υπολείμματα» που χαράζονται στη μνήμη λόγω της εικονογραφίας τους, η οποία βρίσκεται πολύ πέρα από τα αισθητικά μέτρα και τα σταθμά του καιρού τους, δεν μπορεί παρά να είναι μετωπική. Κι όσοι τα αποδέχονται άκριτα, «έτσι όπως είναι», είναι σαν να κάνουν σε προνομιακούς τομείς του επιστητού – όπως η τέχνη, η μόδα και το ντεκό (πάνω από όλα)– δεκτό το αίτημα για συμπερίληψη. Επιτρέπουν στο Είναι τους να αναπτερώνεται με κάθε σοκ που τους προκαλεί η (εκούσια ή ακούσια) επαφή τους με «ωραία, φριχτά και απέριττα» αντικείμενα, όπως οι διακοσμητικές πορσελάνινες φιγούρες, ροκοκό αισθητικής, που στόλιζαν τις μπομπονιέρες στα ’90s, τα κίτρινα πλαστικά παπάκια που επιπλέουν σε μισογεμισμένες μπανιέρες, οι πορσελάνινοι χαμογελαστοί Βούδες, τα «πανηγυριώτικα» πλαστικά παιχνίδια, αλλά και πιο παρανόρμαλ, μη χρηστικά αντικείμενα, όπως οι φιγούρες γοργόνων με μούσια, οι νάνοι των κήπων και τα παρατημένα σε πισίνες σωσίβια σε σχήμα φλαμίνγκο, που «πονούν τα μάτια» όσων «προσβάλλουν την αισθητική» τους.

Τι είναι ωραίο, λοιπόν, σε αυτή τη ζωή τη σήμερον ημέρα; Εξαρτάται, μας λένε οι ανθρωπολόγοι ή, πιο συγκεκριμένα, στρέφουν την προσοχή μας στο ότι οι αισθητικοί κανόνες δεν υπάρχουν «ανεξάρτητα» – είναι πολιτισμικά κατασκευασμένοι και γι’ αυτό μπορούν εσαεί να αλλάζουν. Κάτι που «εδώ και τώρα» θεωρείται καλόγουστο κάποτε ή κάπου αλλού μπορεί να ήταν/είναι αντικείμενο αποστροφής. Γι’ αυτό και έχει ενδιαφέρον να υπερασπιστούμε στη συνέχεια το πέραν του καλού και του κακού ένστικτό μας, που καθοδηγεί, αδιαμεσολάβητα στο μέτρο του δυνατού, το γούστο μας προς χίλια και δυο προϊόντα του ντεκό πολιτισμού που κάποιοι «δεν θα έβαζαν ποτέ στο σπίτι τους».

Ένας ύμνος στο κακό γούστο-2
Ενδεικτική άποψη της νεοϋορκέζικης οικίας όπου κάποτε έμενε η Ιβάνα Τραμπ, φωτογραφημένη το 1994 από τον Ρον Γκαλέλα, σε όλο το μπαρόκ μεγαλείο της. (Φωτογραφία: Ron Galella/ Getty Images/ Ideal Image)

H αβάσταχτη ελαφρότητα της λευκής πλαστικής καρέκλας

Το kitsch, ένας όρος-ομπρέλα που στην καθημερινή του χρήση περιλαμβάνει όλα τα επίθετα που έχουν μέχρι τώρα αναφερθεί για να περιγράψουν το κακόγουστο, είναι ένα δάνειο από τη γερμανική γλώσσα. Έγινε δημοφιλής ανάμεσα στις αγορές τέχνης του Μονάχου κατά τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα και είχε έντονα αρνητική χροιά. Η σημασία του αλλάζει μέσα στον χρόνο, αλλά και ανάλογα με το ποιος τον χρησιμοποιεί. Αρχικά όμως περιέγραφε φτηνά, λαϊκά και πολλαπλώς αναπαραγόμενα σχέδια, τα οποία απευθύνονταν στις μάζες και δεν εκλαμβάνονταν ως τέχνη αλλά ως ψεύτικες απομιμήσεις της. Έκτοτε, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Το kitsch, στις διάφορες μεταμορφώσεις του, έγινε ένα μεγάλο κομμάτι της παγκόσμιας pop κουλτούρας και, κατά περιπτώσεις, επαναξιολογείται αισθητικά, καθώς εκτιμάται π.χ. η in-your-face ορατότητα, η αναπολογητική αμεσότητα ή η πολιτική του χρήση. Όσον αφορά δε την εικονογραφία που τώρα ταυτίζουμε με το kitsch, έχει τη δική της ιστορία που, όχι, δεν την έγραψαν τα «παιδιά» κάποιου Συλλόγου Φίλων Κακού Ντιζάιν, ούτε η Λουίζ Ράιλι Σάκο, διευθύντρια του Μουσείου Κακής Τέχνης (MOBA – Museum of Bad Art), που βρίσκεται στη Βοστώνη, έχει μότο του το «art too bad to be ignored» και κάποιους «περίεργους καναπέδες» για να κάθονται οι φιλότεχνοι όταν κουράζονται τα μάτια τους από τα εκτιθέμενα έργα (κανένα από αυτά δεν φτιάχτηκε με σκοπό να δείχνει kitsch – απλώς έτυχε).

Ένας ύμνος στο κακό γούστο-3
Αριστερά: Κόπια του Καναπέ Χείλη της Μέι Ουέστ. Δεξιά: Διακοσμητική γάτα Μανέκι Νέκο. (Φωτογραφίες: Alamy/Visualhellas.gr) 

Kitsch τυγχάνει να φαντάζουν και οι εκτυπώσεις των (θεωρούμενων ως) σπουδαιότερων πινάκων στην ιστορία της τέχνης, που κοσμούν π.χ. κουτιά με σοκολατάκια ή κασετίνες που βρίσκουμε στα shops του Λούβρου. Το kitsch ορίζεται, όπως και τα πάντα στη ζωή που δεν έχουν αυταξία, από το συγκείμενο και όχι από το περιεχόμενό του. Αν βγάλουμε τις καλές-κακές τέχνες από τη μέση, μιας και το οικοσύστημά τους είναι τυλιγμένο σε έναν μανδύα μη μου άπτου ιερότητας, διαχρονικά, το «κακό γούστο» φαίνεται να αγαπιέται όχι φετιχιστικά αλλά αυθόρμητα, καθώς εξυπηρετεί πρακτικές ή συμβολικές ανάγκες. Δεν θα το πάμε στο επιδαύρειο kitsch και τα προσωπεία που φορούσαν οι ηθοποιοί στα σατυρικά δράματα και που πλέον αντίγραφά τους κοσμούν σπίτια κάθε αισθητικής, ούτε στο σεξουαλικό-τουριστικό kitsch των φαλλόμορφων ανοιχτηριών που πωλούνται στα μαγαζιά της Πλάκας. Αλλά στο πλέον εμβληματικό αντικείμενο ντιζάιν που χαρακτήρισε τα ελληνικά ’90s και που ταυτίστηκε με την κακογουστιά: τη λευκή πλαστική καρέκλα, που είχε γίνει ανάρπαστη στις λαϊκές γειτονιές της πόλης, στα προάστια και στην επαρχία. Υπήρχαν λόγοι γι’ αυτό: Ήταν πολύ προσιτή οικονομικά αλλά και πρακτική λόγω βάρους. Σφήνωνες τη μία μέσα στην άλλη, δε, για να δημιουργήσεις μια ντάνα και τελείωνες, εξοικονομώντας χώρο όταν τις αποθήκευες «να υπάρχουν», για μια έκτακτη ανάγκη, όταν θα ερχόταν στο σπίτι κόσμος και δεν θα είχες πού να τον καθίσεις. Πλέον, η ίδια καρέκλα έχει αποτελέσει αντικείμενο εικαστικών πρότζεκτ και έχει βρει τη θέση της στα βιντεοκλίπ της Μαρίνας Σάττι.

Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει και στις πασχαλινές κάρτες που πωλούνται σε συνοικιακά μαγαζιά ή σούπερ μάρκετ, οι οποίες απεικονίζουν συμπιληματικές συνθέσεις εικόνων ορθοδοξίας, κρεατοφαγίας, μπουκαμβίλιων και αιγαιοπελαγίτικων τοπίων, πασπαλισμένων με χρυσόσκονη στις λεπτομέρειες, για την «τσαχπινιά». Η τέχνη, βέβαια, μιας και αντηχεί στον λαϊκό ή λαϊκότερο υλικό πολιτισμό, άμεσα ή με χρονοκοθυστέρηση, δεν γίνεται να βγει τόσο εύκολα από τη συζήτηση. Το περίφημο Τηλέφωνο Αστακός που φιλοτέχνησε ο Σαλβαδόρ Νταλί το 1936 για τον ποιητή Έντουαρντ Τζέιμς, υπερρεαλιστικό ως προς το ρεύμα που ανήκει, έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για μια σειρά από «φτηνές κόπιες», ιδιαίτερα χαριτωμένες. Ένα άλλο δημιούργημα του Ισπανού υπερρεαλιστή, το οποίο προέκυψε από μια ιδέα του Τζέιμς, είναι ο Καναπές Χείλη της Μέι Ουέστ, του 1938. Αποτελεί ένα από τα πιο διάσημα παραδείγματα μοντέρνας επιπλοποιίας και «φτηνές απομιμήσεις» του στολίζουν άπειρα ιδιωτικά σαλόνια και χώρους ξενοδοχείων ημιδιανομής.

Ένας ύμνος στο κακό γούστο-4
Αριστερά: Η λευκή πλαστική καρέκλα έγραψε kitsch ιστορία στα ʼ90s. Δεξιά: Πορσελάνινο διακοσμητικό του 19ου αιώνα, που αποδίδεται στον Γ. Γ. Κέντλερ και ενέπνευσε άπειρες φτηνές αντιγραφές του. (Φωτογραφία: Culture Club/ Getty Images/ Ideal Image)

Yπάρχει κι όσο υπάρχεις θα υπάρχει

Το κακό γούστο, όμως, μήπως έχει αρχίσει να γίνεται «αναπολογητικά κυρίαρχο»; Στο βιβλίο Το γούστο για το άσχημο (Le goût du moche, εκδ. Flammarion), που κυκλοφόρησε το 2021, η δημοσιογράφος Άλις Φάιφερ, αναφερόμενη στη μόδα, υποστηρίζει ότι κάποιες ελίτ, για να διαχωρίσουν τον εαυτό τους από τη «μάζα» που ντύνεται «καλόγουστα» με φτηνά ρούχα, στρέφονται προς το «άσχημο» και του δίνουν νέο νόημα, επαναστατικό, ανατρεπτικό, προκλητικό και κουλ. Αυτό μπορεί να εξηγήσει το «hype» γύρω από τα Crocs αλλά και από cult αντικείμενα αμφιλεγόμενης αισθητικής της «low» pop κουλτούρας, π.χ. τα γυαλικά ηλίου με πλαστικό σκελετό και φακούς σε σχήμα καρδιάς (μάλλον θα φορεθούν πολύ μετά την προβολή της πολυαναμενόμενης ταινίας Barbie), οι ψηλές λευκές μπότες από λουστρίνι που φορούσαν τα «μοντέρνα, λαϊκά κορίτσια» στις ταινίες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, τα κάπως «εξωφρενικά» πουκάμισα με τις βάτες α λα Δυναστεία, ή τα «μαϊμού» επώνυμα αξεσουάρ που κάποιοι θεωρούν cool («it’s so cool to be uncool», που έλεγε και η Μαντόνα). Σίγουρα έχει επιχείρημα η Φάιφερ. Αν έχει και δίκιο, ίσως να βρισκόμαστε σε ένα στάδιο που η συγκεκριμένη τάση έχει αρχίσει να διαχέεται στο «σώμα της κοινωνίας». Γι’ αυτό και το kitsch υπάρχει παντού.

Ένας ύμνος στο κακό γούστο-5
Η κατά Στάνλεϊ Κιούμπρικ Λολίτα φορούσε γυαλιά ηλίου με πλαστικό σκελετό και φακούς σε σχήμα καρδιάς. (Φωτογραφία: Doubble Troubble/ Getty Images/ Ideal Image)

Ας επιστρέψουμε όμως, για τελευταία φορά, στην ιεροποιημένη και μη μου άπτου υψηλή τέχνη. Το να χαρακτηριστεί ένα έργο τέχνης ως «kitsch» τη στιγμή που ένας από τους «kitschάτους» Λαγούς του Τζεφ Κουνς πωλήθηκε το 2019 προς 91,1 εκατ. δολάρια, μάλλον δεν μπορεί να είναι, πλέον, τόσο υποτιμητικό. Το kitsch, δηλαδή, αποτελεί έναν τρόπο, από τους πολλούς, για να κάνει κάποιος καλλιτέχνης το σχόλιό του. Κι ένας τρόπος για να δομήσει ή διακοσμήσει κάποιος το σπίτι του και τον εξωτερικό του χώρο (το ντιζάιν αποτελεί και εφαρμογή της τέχνης στην καθημερινή ζωή). Εν πάση περιπτώσει, βέβαια, ας μην εθελοτυφλούμε: Το kitsch είναι ένα αισθητικό-slash-ιδεολογικό «μεγάλο ιδανικό», που θέλει αρετή και τόλμη για να το υιοθετήσει κανείς, παρότι ανταμείβει: Το (θεωρούμενο ως) κακό γούστο δεν περνάει αδιάφορο, δεν είναι βαρετό, αφήνει το αποτύπωμά του. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή